ψευτοχριστιανός

ψευτοχριστιανός
ο
αυτός που υποκρίνεται το χριστιανό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψευτοχριστιανός — ο, θηλ. ψευτοχριστιανή, Ν άτομο που υποκρίνεται τον καλό χριστιανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + χριστιανός] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοχριστιανός — ο, ΝΜ ψευτοχριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + χριστιανός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”